- μηλαφώ
- μηλαφῶ, -άω (Α)1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαιψηλαφῆσαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλαφῶ — μηλαφάω probe pres imperat mp 2nd sg μηλαφάω probe pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μηλαφάω probe pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μηλαφάω probe pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μηλαφάω probe pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομηλαφώ — άω, Α εξετάζω σε βάθος με τη χρήση μήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηλαφῶ «εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη»] … Dictionary of Greek
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
ψηλαφώ — ψηλαφῶ, άω, ΝΜΑ 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου 2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα 3. θωπεύω, χαϊδεύω 4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα μσν. ζητώ, ψάχνω να βρω αρχ. αποπειρώμαι, επιχειρώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek